- μητατωρίκιο(ν)
- τοτμήμα τής δεξιάς κόγχης τού ιερού βήματος τών ναών, που παλαιότερα καταλάμβανε ένα ολόκληρο δωμάτιο, και το οποίο χρησιμοποιούνταν για την εναπόθεση και τη φύλαξη τών ιερών σκευών και τών αμφίων, αλλ. μινσατώριο(ν) ή μησατώριο(ν).
Dictionary of Greek. 2013.